πάτος

πάτος
(I)
ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ
η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα
νεοελλ.
1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση
2. στον πληθ. οι πάτοι
α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών
β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών
3. μτφ. το τέρμα, η άκρη, το τέλος κάθε εργασίας ή προσπάθειας («τήν έβγαλες τη δουλειά ώς τον πάτο»)
4. μτφ. η έδρα, ο πρωκτός («τού βγήκε ο πάτος» — κατεξαντλήθηκε, κατακουράστηκε, δεινοπάθησε)
5. (σχετικά με θάλασσα, λίμνη, δοχείο, σκεύος) ο πυθμένας
6. (με αισχρή σημ.) (για γυναίκα) μανούλι, κόμματος
7. φρ. α) «βρίσκω (τον) πάτο» — αγγίζω τον πυθμένα, φτάνω στο τέλος
β) «η ψυχή του δεν θα βρει πάτο» — θα πάει στον πυθμένα τής κόλασης για τα αμαρτήματά του
γ) «από την κορφή ώς τον πάτο» — πατόκορφα, από την κορυφή ώς τα νύχια
δ) «άσπρο πάτο»
(ως προτροπή σε οινοποσία) ας τό πιούμε ώς την τελευταία γουλιά μεμιάς
νεοελλ.-μσν.
(για αντικείμενα χωρητικότητας) το κατώτατο μέρος, ο πυθμένας («γυαλόχτιστος φισκίνα, γυαλὶν τὸ πάτος, τὰ πλευρά», Λίβ. Ρόδ.)
αρχ.
1. κοπριά, περίττωμα, ακαθαρσία, βρομιά («πάτον στρουθοῑο», Νίκ.)
2. απορρίμματα, σκουπίδια, αποξέσματα
3. ο πατημένος δρόμος, το μέρος που χαράχθηκε με πατήματα («πάτον ἀνθρώπων», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. α. «πύρινος πάτος» — αγρός σπαρμένος με σιτάρι πάπ.
β. «ἔξω πάτου ὀνόματα» — λέξεις γλωσσηματικές ή σπάνιες, ασυνήθιστες
μσν.-αρχ.
το δάπεδο, το πάτωμα («πάτος βαλανείου», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πατώ].
————————
(II)
ὁ, Α
τροφή (κατά την ερμηνεία τού Σχολιαστή τού Αριστοφάνη, ερμηνεία που είναι επινόησή του για να ερμηνεύσει τη λ. απόπατος στην κωμωδία Πλούτος.
————————
(III)
τὸ, Α
μακρύς πέπλος ή εσθήτα, μακρύ φόρεμα ώς το έδαφος («Ἥρης πάτος», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. πάτος, ουδ. γένους αναλογικά προς τα: εἶμα «ένδυμα, ρούχο», φᾶρος «μεγάλο κομμάτι υφάσματος», αποτελεί υποχωρητ. παρ. τού ρ. πατῶ και έχει, επομένως, σημ. «μακρύ φόρεμα που σέρνει κάτω και το οποίο πατά κανείς». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με γερμ. spinnen «γνέθω», γοτθ. spinnan, λιθουαν. pinu «πλέκω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πάτος — trodden masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτος — ο 1. πυθμένας, βυθός: Τόσοι και τόσοι είναι πνιγμένοι κάτω στης θάλασσας τον πάτο (Γ. Σεφέρης). 2. το κάτω μέρος δοχείου, κιβωτίου: Ο πάτος της κάσας είναι σάπιος. 3. σόλα του παπουτσιού, εσωτερικό υπόστρωμα του παπουτσιού συνήθως από φελλό: Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατός — ή, όν, Α (πιθ. ελληνογαλατική λέξη) πλούσιος …   Dictionary of Greek

  • πατώνω — [πάτος] 1. κατασκευάζω πάτωμα οικοδομής 2. κατασκευάζω τον πυθμένα κιβωτίου, βαρελιού ή άλλου σκεύους 3. στοιβάζω πιέζοντας κάτι σε σακί, αγγείο, κιβώτιο, πατικώνω κάτι για να χωρέσει 4. αγγίζω με τα πέλματα τον πυθμένα θάλασσας, λίμνης,… …   Dictionary of Greek

  • πάτοι — πάτος trodden masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτον — πάτος trodden masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτου — πάτος trodden masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτους — πάτος trodden masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτων — πάτος trodden masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτῳ — πάτος trodden masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”